αγκών
Смотреть что такое "αγκών" в других словарях:
αγκών — ἀγκών, ο (AM) βλ. αγκώνας … Dictionary of Greek
ἀγκών — bend of the arm masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκῶν' — ἀγκῶνα , ἀγκών bend of the arm masc acc sg ἀγκῶνι , ἀγκών bend of the arm masc dat sg ἀγκῶνε , ἀγκών bend of the arm masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκῶν — ἄγκος bend neut gen pl (attic epic doric) ἀγκή fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκῶνα — ἀγκών bend of the arm masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκῶνας — ἀγκών bend of the arm masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκῶνες — ἀγκών bend of the arm masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκῶνι — ἀγκών bend of the arm masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκῶνος — ἀγκών bend of the arm masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκῶσι — ἀγκών bend of the arm masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκῶσιν — ἀγκών bend of the arm masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)