αγκών

αγκών
(-ώνος) ο см. άγκωνας

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αγκών" в других словарях:

  • αγκών — ἀγκών, ο (AM) βλ. αγκώνας …   Dictionary of Greek

  • ἀγκών — bend of the arm masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκῶν' — ἀγκῶνα , ἀγκών bend of the arm masc acc sg ἀγκῶνι , ἀγκών bend of the arm masc dat sg ἀγκῶνε , ἀγκών bend of the arm masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκῶν — ἄγκος bend neut gen pl (attic epic doric) ἀγκή fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκῶνα — ἀγκών bend of the arm masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκῶνας — ἀγκών bend of the arm masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκῶνες — ἀγκών bend of the arm masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκῶνι — ἀγκών bend of the arm masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκῶνος — ἀγκών bend of the arm masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκῶσι — ἀγκών bend of the arm masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκῶσιν — ἀγκών bend of the arm masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»